- Ἀλαστορίδης
- Ἀλαστορίδης: son of Alastor, Tros, Il. 20.463.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Ἀλαστορίδην — Ἀλαστορίδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)